Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τὰ φωνήεντα

См. также в других словарях:

  • φωνήεντα — Οι φθόγγοι που εκφωνούνται μόνοι τους και που μπορούν να αποτελέσουν μία συλλαβή. Όποια γράμματα του αλφαβήτου έχουν δυνατή φωνή, ονομάζονται φ. Τα γράμματα αυτά είναι 7, τα εξής: α, ε, η, ι, ο, υ, ω. Ενώ τα σύμφωνα δεν προφέρονται μόνα τους, τα… …   Dictionary of Greek

  • φωνήεντα — φωνήεις endowed with speech neut nom/voc/acc pl (doric) φωνήεις endowed with speech masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνήεντ' — φωνήεντα , φωνήεις endowed with speech neut nom/voc/acc pl (doric) φωνήεντα , φωνήεις endowed with speech masc acc sg (doric) φωνήεντι , φωνήεις endowed with speech masc/neut dat sg (doric) φωνήεντε , φωνήεις endowed with speech masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνήεν — εντος, το / φωνῆεν, ΝΜΑ 1. γραμμ. φθόγγος που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του, που μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή (α. «τα φωνήεντα είναι επτά, τα: α, ε, η, ι, ο, υ και ω» β. «φωνήεντα δὲ ἐστι τῶν στοιχείων ἑπτά», Διογ. Λαέρ.) 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • προτακτικός — ή, ό / προτακτικός, ή, όν, ΝΑ [προτάσσω] 1. προτασσόμενος, προτιθέμενος (α. «προτακτική συλλαβή» β. «προτακτικός σύνδεσμος» γ. «προτακτικό φωνήεν» το πρώτο από τα δύο φωνήεντα, από τα οποία αποτελούνται οι δίφθογγοι σε αντιδιαστολή προς το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Ε, ε — Το πέμπτο γράμμα του ελληνικού, του λατινικού και των νεότερων ευρωπαϊκών αλφαβήτων. Προήλθε από το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου  που απέδιδε τον δασύ φθόγγο He (= θυρίδα). Ενώ όμως στο συλλαβογραφικό φοινικικό αλφάβητο το He είχε… …   Dictionary of Greek

  • μηκυντικός — μηκυντικός, ή, όν (Α) [μηκύνω] 1. αυτός που συνηθίζει να μεταβάλλει τα βραχέα φωνήεντα σε μακρά «[οἱ Ἀττικοί] μηκυντικοί εἰσι κατὰ τὰ φωνήεντα», Απολλ. Δύσκ.) 2. (για τα φωνήεντα η και ω) ο φύσει μακρός («τῆς φύσεως τῶν στοιχείων [η, ω] οὔσης… …   Dictionary of Greek

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»