-
1 διχρονος
21) (лат. anceps) могущий быть то кратким, то долгим(τὰ φωνήεντα Plut. - sc. α, ι, υ)
2) стих. равный двум морам, т.е. долгий (sc. συλλαβή) -
2 φθογγος
ὅ1) голос(παιδός Soph.; λύρας Plat.)
2) звукγόων φθόγγοι Soph. — жалобные вопли;
τὰ φωνήεντα φωνῆς μὲν οὔ, φθόγγου δὲ μετέχοντά τινος Plat. — звуковые элементы, которые не относятся к гласным, но имеют некоторое звучание (т.е. согласные)3) речь, язык(Ἑλλάδος φ. Aesch.)
4) молва, слухφ. οἰκείου κακοῦ Soph. — слух о постигшем дом (Креонта) несчастье
5) крик (щебет, лай, блеяние и т.п.)6) грам. гласный звук -
3 φωνηεις
-
4 ψοφητικος
3способный звучатьτὰ μὲν (ζῷα) ψοφητικά, τὰ δ΄ ἄφωνα, τὰ δε φωνήεντα Arst. — одни животные способны издавать звуки, другие неспособны, третьи же одарены голосом
-
5 μακρός
ά, ό[ν]1) длинный, долгий, продолжительный;μακρά πορεία — длинный путь;
μακρός λόγος — длинная речь;
μακρά συζήτηση — продолжительная дискуссия;
μακρας προθεσμίας — долгосрочный, на долгий срок;
από μακρού χρόνου — с давних пор;
2) грам, долгий;μακρά συλλαβή — долгий слог;
μακρά φωνήεντα — долгие гласные;
§ προ μακρού (χρόνου) — давным-давно;
διά μακρών — пространно, подробно;
επί μακρόν — долго, в течение длительного времени
См. также в других словарях:
φωνήεντα — Οι φθόγγοι που εκφωνούνται μόνοι τους και που μπορούν να αποτελέσουν μία συλλαβή. Όποια γράμματα του αλφαβήτου έχουν δυνατή φωνή, ονομάζονται φ. Τα γράμματα αυτά είναι 7, τα εξής: α, ε, η, ι, ο, υ, ω. Ενώ τα σύμφωνα δεν προφέρονται μόνα τους, τα… … Dictionary of Greek
φωνήεντα — φωνήεις endowed with speech neut nom/voc/acc pl (doric) φωνήεις endowed with speech masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνήεντ' — φωνήεντα , φωνήεις endowed with speech neut nom/voc/acc pl (doric) φωνήεντα , φωνήεις endowed with speech masc acc sg (doric) φωνήεντι , φωνήεις endowed with speech masc/neut dat sg (doric) φωνήεντε , φωνήεις endowed with speech masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνήεν — εντος, το / φωνῆεν, ΝΜΑ 1. γραμμ. φθόγγος που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του, που μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή (α. «τα φωνήεντα είναι επτά, τα: α, ε, η, ι, ο, υ και ω» β. «φωνήεντα δὲ ἐστι τῶν στοιχείων ἑπτά», Διογ. Λαέρ.) 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
προτακτικός — ή, ό / προτακτικός, ή, όν, ΝΑ [προτάσσω] 1. προτασσόμενος, προτιθέμενος (α. «προτακτική συλλαβή» β. «προτακτικός σύνδεσμος» γ. «προτακτικό φωνήεν» το πρώτο από τα δύο φωνήεντα, από τα οποία αποτελούνται οι δίφθογγοι σε αντιδιαστολή προς το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Ε, ε — Το πέμπτο γράμμα του ελληνικού, του λατινικού και των νεότερων ευρωπαϊκών αλφαβήτων. Προήλθε από το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου  που απέδιδε τον δασύ φθόγγο He (= θυρίδα). Ενώ όμως στο συλλαβογραφικό φοινικικό αλφάβητο το He είχε… … Dictionary of Greek
μηκυντικός — μηκυντικός, ή, όν (Α) [μηκύνω] 1. αυτός που συνηθίζει να μεταβάλλει τα βραχέα φωνήεντα σε μακρά «[οἱ Ἀττικοί] μηκυντικοί εἰσι κατὰ τὰ φωνήεντα», Απολλ. Δύσκ.) 2. (για τα φωνήεντα η και ω) ο φύσει μακρός («τῆς φύσεως τῶν στοιχείων [η, ω] οὔσης… … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia